- παθήμασι
- πάθημαthat which befalls oneneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… … Dictionary of Greek
συμπάσχω — ΝΜΑ [πάσχω] 1. πάσχω μαζί με άλλον 2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζί («εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ) 3. συμπονώ αρχ. 1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.) 2. ελεώ κάποιον … Dictionary of Greek